- ἐπιζευγνύω
- ἐπιζεύγνυμιjoin at toppres subj act 1st sgἐπιζεύγνυμιjoin at toppres subj act 1st sgἐπιζεύγνυμιjoin at toppres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίζευξις — ἐπίζευξις, ή (Α) [επιζευγνύω] 1. δέσιμο, σύνδεση 2. επανάληψη λέξης για έμφαση («Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη») … Dictionary of Greek
επιζευκτικός — ἐπιζευκτικός, ή, όν (Α) [επιζευγνύω] (για σύνδεσμο) συνδετικός, αυτός που ακολουθεί άλλο σύνδεσμο («ὅπποτ’ ἄν ἡβήσῃ») … Dictionary of Greek
επιζεύγνυμι — ἐπιζεύγνυμι και επιζευγνύω (Α) 1. συνδέω στην άνω πλευρά («τοὺς κίονας τοῑς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», Πλούτ.) 2. δένω σφιχτά 3. δένω (τον ζυγό) 4. συνάπτω 5. περιλαμβάνω, περικλείω 6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ έπεζευγμένον η ελάσσων… … Dictionary of Greek
προεπιζευγνύω — Μ χρησιμοποιώ το ρητορικό σχήμα τής προεπιζεύξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιζευγνύω «συνδέω» (για τη σημ. πρβλ. προδιαζεύγνυμι)] … Dictionary of Greek